- ασκούπιστος
- η , ο1) неподметённый, неубранный; 2) невытертый, мокрый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκούπιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε σκουπίστηκε με την πετσέτα, ασφόγγιστος: Πλύθηκα, αλλά είμαι ακόμη ασκούπιστος. 2. ασάρωτος: Τα δωμάτια τα είχε ασκούπιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκούπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκουπιστεί με τη σκούπα, ο ασάρωτος 2. εκείνος που δεν έχει καθαριστεί από τη σκόνη, ο αξεσκόνιστος («καρέκλα ασκούπιστη») 3. όποιος δεν έχει σκουπιστεί με πετσέτα («ασκούπιστα χέρια») … Dictionary of Greek
ακόρητος — (I) ἀκόρητος, ον (Α) [κορέννυμι] 1. ο ακόρεστος «Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος) 2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος. (II) ἀκόρητος, ον (Α) [κόρις] αυτός που δεν τόν ενόχλησαν οι κοριοί … Dictionary of Greek
ασάρωτος — και ριστος, ρωγος, η, ο (Α ἀσάρωτος, ον) [σαρώ] εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος … Dictionary of Greek
ασάρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σαρώθηκε, ασκούπιστος: Το σπίτι είχε μείνει ασάρωτο για πολλές μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)